Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Η Δημοκρατία του Maalox και η χούντα του… Schumacher


Η Δημοκρατία του Maalox και η χούντα του… Schumacher

            Έχοντας περάσει κάτι παραπάνω από ένα εικοσιτετράωρο από την πιο «μαύρη» Τετάρτη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και με τον «κουρνιαχτό» από τα δακρυγόνα και τα ασφυξιογόνα της ΕΛ.ΑΣ. να έχει καταλαγιάσει, ήρθε η ώρα για μερικές πιο ψύχραιμες σκέψεις. Η ειρηνική «ανακατάληψη» της πλατείας Συντάγματος την Πέμπτη 30 Ιουνίου και η μεγαλύτερη σε όγκο λαϊκή συνέλευση που έχει γίνει κατά τις 37 αυτές μέρες ήταν οι καλύτερες απαντήσεις στην αλόγιστη και απαράδεκτη αστυνομική βία του προηγούμενου διήμερου και αυτό αποτελεί μια τεράστια σε σημασία ηθική νίκη του «κινήματος της πλατείας». Προσωπικά, από τη συμμετοχή μου στις κινητοποιήσεις των τελευταίων ημερών βγήκα, ειλικρινά, πολλαπλά κερδισμένος… Όχι, δεν είμαι από τους ωφελημένους του Μεσοπρόθεσμου (φευ!)· απλά είχα την ευκαιρία να βγάλω, εν μέσω λευκών και πορτοκαλί καπνών, μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Και κυρίως να διαπιστώσω, ότι έννοιες και συμπεριφορές που θεωρούσαμε χαμένες ή ξεχασμένες, όχι απλά εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά αναπτύσσονται με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
            Ποιος απ’ όσους συμμετείχαν στις συγκεντρώσεις της Τρίτης 28 και της Τετάρτης 29 του Ιούνη θα ξεχάσει τα κορίτσια και τα αγόρια με τα «ψεκαστήρια» που κυκλοφορούσαν μέσα στα μπλοκ των διαδηλωτών και δρόσιζαν με διαλυμένο σε νερό Maalox τα μάτια, το πρόσωπο, τα χέρια και το στόμα όποιου χρειαζόταν βοήθεια;;; Νέοι άνθρωποι που μόλις πέρασαν το κατώφλι της ενηλικίωσης βοηθούσαν αδιακρίτως ανθρώπους που δεν ήξεραν, αλλά τους έφερνε κοντά όχι μόνον αυτός καθεαυτός ο κοινός αγώνας, αλλά και η κοινή ανάγκη ο αγώνας αυτός ν’ αντέξει, σωματικά και – κυρίως – ψυχολογικά. Ποιος θα ξεχάσει τους άγνωστους «διπλανούς», που τροφοδοτούσαν τους γύρω τους στο «πιτς φυτίλι» με σωληνάρια Riopan, με μάσκες, χαρτομάντηλα, ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να φανεί εκείνη τη δύσκολη ώρα χρήσιμο, ώστε αυτοί να νιώσουν καλύτερα, ν’ αντέξουν το «κάψιμο» των σωθικών τους, τη δύσπνοια, το ακατάσχετο δάκρυσμα και το τσούξιμο στα μάτια και σε όλα τα ακάλυπτα μέρη του σώματός τους;;; Ποιος θα ξεχάσει τους μαγαζάτορες στα στενά του Ψυρρή που, αντί να κατεβάσουν ρολλά και να περιμένουν να περάσει η «μπόρα», προσέφεραν νερό και καθίσματα «κάλυψης-απόκρυψης» στους κυνηγημένους από τους «Δελτάδες» διαδηλωτές;;; Ποιος θα ξεχάσει την αυταπάρνηση των γιατρών, στις στάσεις του Μετρό και σε άλλα σημεία, που έκαναν ό,τι μπορούσαν και δεν μπορούσαν, ώστε ν’ ανακουφίσουν τους τραυματίες και όσους αντιμετώπισαν αναπνευστικά προβλήματα, αντιμετωπίζοντας, εκτός των άλλων, και τον κυνισμό και την απανθρωπιά των «οργάνων της τάξης», που τους «έλουζαν» με χημικά και δεν επέτρεπαν την πρόσβαση σε ασθενοφόρα;;; Ποιος θα ξεχάσει τους εθελοντές που βοήθησαν στη διακομιδή με κάθε μέσο των σοβαρών περιστατικών στα πλησιέστερα νοσοκομεία, είτε ως γιατροί και νοσηλευτές, είτε ως απλοί συνοδοί;;; Ποιος, τέλος, θα ξεχάσει όλους αυτους, που τους έτυχε να βρεθούν δίπλα σε όσους έπεφταν στο έδαφος, είτε αιμόφυρτοι από τα χτυπήματα των γκλομπ των ΜΑΤατζήδων, είτε ασθμαίνοντες από τα χημικά και τα ασφυξιογόνα και κάλεσαν σε άμεση βοήθεια, σώζοντας έτσι, πιθανότατα, ανθρώπινες ζωές;;;
            Το κίνημα της πλατείας Συντάγματος ανέδειξε κατά κύριο λόγο το αίτημα για περισσότερη και καλύτερη δημοκρατία στους θεσμούς, όπως επίσης και την εφαρμογή της αποκαλούμενης «άμεσης δημοκρατίας» σε διαδικασίες όπως οι λαϊκές συνελεύσεις. Για το αν οι αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες μπορούν να έχουν καθολική εφαρμογή ή όχι, μπορεί να αναπτυχθεί ένας ολόκληρος προβληματισμός, ο οποίος όμως δεν είναι της παρούσας στιγμής και, σίγουρα δεν αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος άρθρου. Για μένα όμως, το «κίνημα της πλατείας» ανέδειξε και ένα άλλο τύπο δημοκρατίας: τη Δημοκρατία του Maalox, τη δημοκρατία της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, της άδολης και χωρίς προσδοκία οφέλους αλληλοβοήθειας. Τη δημοκρατία όπου, ο κάθε τυχών άγνωστος (ή η κάθε τυχούσα άγνωστη) που χρειάζεται βοήθεια, γίνεται «αδελφός» ή «αδελφή», σύντροφος και συντρόφισσα, φίλος και φίλη… Που οι «προμήθειες» σε αντιόξινα, σε μάσκες, σε μαντήλια, σε εξοπλισμό προστασίας γενικά, αποτελούν κοινό κτήμα… Ποιος θα μπορούσε, άραγε, να φανταστεί καλύτερη εφαρμογή της «οικονομικής δημοκρατίας», έστω και σε αυτό το επίπεδο;;;
            Πριν από μερικά χρόνια, οι περισσότεροι από εμάς πιστεύαμε (και όχι εντελώς άδικα) ότι στη χώρα μας ο λαός έχει απωλέσει μερικά από τα καλύτερα χαρακτηριστικά του ενώ, αντίθετα, έχει καλλιεργήσει στον υπέρτατο βαθμό τα όποια ελαττώματά του. Αποδείχθηκε στην πράξη, ότι οι έννοιες της συντροφικότητας, της αλληλεγγύης, της μοιρασιάς και της αλληλοβοήθειας είναι ακόμη ζωντανές στην ελληνική κοινωνία. Το ακόμη πιο παρήγορο είναι, ότι στην ανάδειξη αυτών των εννοιών πρωτοστατούν τα νέα παιδιά, οι εικοσάρηδες, οι εικοσιπεντάρηδες, οι τριαντάρηδες… Γιατί σε μερικά χρόνια από τώρα, αυτοί ακριβώς θα αποτελούν τον βασικό κορμό της ελληνικής κοινωνίας και αυτοί θα δίνουν τον τόνο σε αυτήν. Και αυτό το λέω, χωρίς να θέλω με κανένα τρόπο να αδικήσω τις μεγαλύτερες γενιές. Απλά, πεποίθησή μου είναι (και όχι μόνο δική μου, μάλλον) ότι ο «άνεμος των αλλαγών» έρχεται πάντα από τις νεότερες γενιές…
            Ε, ναι λοιπόν!!! Σε αυτή τη «Δημοκρατία του Maalox» πιστεύω κι ελπίζω… Αντίθετα, αυτοί που φέρουν βαρύτατες ευθύνες για το «διήμερο χούντας» που ζήσαμε στο κέντρο της Αθήνας στις 28 και 29 Ιούνη, θα πρέπει να νιώθουν ήδη στο πετσί τους, το πόσο λίγος χρόνος τους έχει μείνει «εκεί πάνω»… Ειδικά δε, ο φερόμενος και ως «Υπουργός Προστασίας του Πολίτη», θα πρέπει κατά πάσα πιθανότητα να αποδεχθεί (και διόλου τυχαία!!!) τη γερμανική εκδοχή του επιθέτου του (καθότι, για όσους δεν το γνωρίζουν, «Schumacher» ίσον «Παπουτσής») και να μιμηθεί τον «συνονόματό» του πιλότο της Φόρμουλας 1, οδηγώντας τον εαυτό του με μεγάλη ταχύτητα και με όση ασφάλεια μπορεί να του προσφέρει το στενό cockpit ενός μονοθέσιου, στην έξοδο…

30 Ιουνίου 2011

ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΚΡΙΔΗΣ
(Απόφοιτος Σχολής Δημοσιογραφίας
Πανεπιστημίου Ροστόβ-να-Ντονού Ρωσίας)

(Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.iskra.gr στις 01/07/2011

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Φλερτάροντας με τον θάνατο


Φλερτάροντας με τον θάνατο

Πέμπτη, 30 Ιούνιος 2011 18:02
του Γιώργου Αυγερόπουλου

Έχω καλύψει συγκρούσεις διαδηλωτών με την αστυνομία σε διάφορα μέρη του κόσμου εκτός της Ελλάδας, όπως στην Αργεντινή, την Ιταλία, τη Βολιβία και το Μεξικό. Ειδικά στο Μεξικό, οι αστυνομικοί όπως γνωρίζουν πολλοί, θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι  και διεφθαρμένοι.  Όμως αυτό που έζησα και κατέγραψα τόσο εγώ όσο και οι συνεργάτες μου χθες Τετάρτη 29/6 στο Σύνταγμα, ξεπερνάει σε αγριότητα κάθε όριο. Η Ελληνική αστυνομία παίρνει δίκαια και με διαφορά το βραβείο βαρβαρότητας. Μιας βαρβαρότητας που καμία σχέση δεν είχε με καταστολή αλλά ήταν ένα συνεχές φλερτ με τον θάνατο.
Από θαύμα δεν θρηνήσαμε νεκρούς. Και ο κ. Παπουτσής θα πρέπει να ανάψει λαμπάδα στον Θεό που πιστεύει, καθώς μόνο στην καλή του τύχη θα πρέπει να αποδοθεί το γεγονός ότι δεν απολογείται σήμερα για θύματα.

Το σχέδιο εκκένωσης της πλατείας Συντάγματος τις δύο τελευταίες μέρες, ήταν ένα "γιουρούσι" όπως εύστοχα παρατήρησε ο Αϊμάν, Ισπανός δημοσιογράφος που εργάζεται για το Al Jazeera. Ένα γιουρούσι, εναντίον όλων και όποιον πάρει ο χάρος. "Μα καλά τι αστυνομία είναι αυτή που έχετε;" με ρώτησε αγανακτισμένος. "Είστε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τουλάχιστον ακόμα"  μου είπε με νόημα χαμογελώντας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Περίπου στη 13.30 υπάρχει πολύς κόσμος συγκεντρωμένος μπροστά από την Βουλή. Δεν είναι κουκουλοφόροι. Δεν πετάνε πέτρες. Είναι γέροι, νέοι, γυναίκες, άντρες, φοιτήτριες και φοιτητές, εργαζόμενοι, άνεργοι που φωνάζουν συνθήματα, ρίχνουν την γνωστή μούντζα προς το κοινοβούλιο, και οι πιο θερμόαιμοι μπροστά - μπροστά άντε να εκτοξεύουν καμιά βρισιά εναντίον των αστυνομικών και να κουνάνε τα κιγκλιδώματα που έχουν στηθεί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Τίποτα το σημαντικό δηλαδή που να δικαιολογεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ξαφνικά από παντού, από δεξιά, από αριστερά και από το κέντρο, αρχίζει μια γενική επίθεση των αστυνομικών δυνάμεων που απωθούν τους διαδηλωτές προς τα σκαλιά της πλατείας Συντάγματος.  Φανταστείτε δηλαδή χιλιάδες ανθρώπους να τρέχουν αλλόφρονες  προς ένα στενό άνοιγμα το πλάτος του οποίου δεν ξεπερνά τα δέκα μέτρα. Από πίσω τους τα ΜΑΤ, ρίχνουν μέσα στο πλήθος χειροβομβίδες κρότου λάμψης και δακρυγόνα, προκαλώντας πανικό. Άνθρωποι καίγονται από τις φλόγες, πνίγονται από τα δακρυγόνα δεν βλέπουν μπροστά τους και αρχίζουν να ποδοπατούν ο ένας τον άλλον και να κουτρουβαλούν στα σκαλιά. Υπάρχουν άνθρωποι λιπόθυμοι, άλλοι ποδοπατημένοι μέσ' τα αίματα. Παρόλα αυτά οι αστυνομικοί δεν αποχωρούν. Χτυπάνε με τα γκλομπς όποιον βρουν μπροστά τους, ανθρώπους δηλαδή που τρέχουν να σωθούν πατώντας ο ένας πάνω στον  άλλον.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Πέρα από την δράση των προβοκατόρων η οποία έχει καταγραφεί σε βίντεο και φωτογραφίες που βγήκαν και θα συνεχίσουν να βγαίνουν τις επόμενες μέρες, πέρα από τους μπαχαλάκηδες την δράση των οποίων απεχθάνομαι και διαφωνώ κάθετα, η πέτρα είναι πλέον εύκολο να φύγει από το χέρι οποιουδήποτε, που τον χτύπησαν, τον ψέκασαν, και είναι άνεργος, άστεγος - ναι, υπάρχουν πλέον νεοάστεγοι - και κάθε μέρα γίνεται φτωχότερος χωρίς να βλέπει διέξοδο από πουθενά.
Δεν σας κρύβω ότι φοβήθηκα βλέποντας μια άνευ προηγουμένου αγριότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Ένιωσα τον ίδιο φόβο που έχω νιώσει σε ζόρικες περιοχές του πλανήτη. Ένιωσα τον φόβο του θανάτου. Καθώς νόμιζα πως ήταν η ιδέα μου και πως είχα ξεσυνηθίσει να δουλεύω στην Ελλάδα - έχω να δουλέψω στη χώρα μου από το έτος 2000- ρώτησα παλιούς μου συναδέλφους αν είχαν ξαναζήσει κάτι τέτοιο εδώ. Μου απάντησαν πως δεν είχαν ξαναζήσει κάτι παρόμοιο.
Θα ήθελα λοιπόν ένας λογικός άνθρωπος από το υπουργείο "Προστασίας του Πολίτη" (το βάζω σε εισαγωγικά γιατί πλέον ο τίτλος του μου θυμίζει το Υπουργείο Αγάπης του Όργουελ στο 1984) να μου απαντήσει στις εξής ερωτήσεις:
  1. Ποιος έδωσε την εντολή για την γενική επίθεση στις 13.30 και γιατί; Ποιανού ιδέα ήταν να διατάξει τις αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγήσουν ένα πανικόβλητο πλήθος που ποδοπατιέται στα σκαλιά  πετώντας κρότου - λάμψης και δακρυγόνα χτυπώντας αδιακρίτως, παίζοντας κορώνα γράμματα την πιθανότητα, κάποιος ανάμεσα στους χιλιάδες, να αφήσει την τελευταία του πνοή στην πλατεία.
  2. Για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν σεβάστηκαν το ιατρείο της πλατείας Συντάγματος; Επαγγελματίες γιατροί πνευμονολόγοι και άλλοι, όλοι εθελοντές, φρόντιζαν  τραυματίες καθ' όλη την διάρκεια των συγκρούσεων. Δεν ήταν "κουκουλοφόροι", γιατροί ήταν. Φώναζαν στους αστυνομικούς "εδώ είναι ιατρείο" αλλά καμία σημασία δεν έδιναν εκείνοι. Αφιονισμένοι, τους έριχναν δακρυγόνα και τους χτυπούσαν.  Όπως μας είπε ένας γιατρός "Αυτά δεν γίνονται ούτε στον πόλεμο. Ακόμα και στον πόλεμο υπάρχει ανακωχή για να μαζέψεις και να φροντίσεις τους τραυματίες." Τα μάζεψαν άρον - άρον οι άνθρωποι και έστησαν το ιατρείο κάτω στο μετρό αλλά ούτε και αυτό γλίτωσε από τις ρίψεις χημικών.
  3. Για ποιο λόγο χτυπήθηκαν δάσκαλοι στην Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδος; Και αυτοί κουκουλοφόροι; Δεν νομίζω. Τα ΜΑΤ αφού πέταξαν δακρυγόνα στην είσοδο του κτιρίου στην οδό Ξενοφώντος 15, άρχισαν να τους πετούν πέτρες (!) και να ανοίγουν κεφάλια με την ανάποδη του γκλομπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των ίδιων.   Τρεις τραυματίες, ένας με σπασμένα πλευρά, ένας με ανοιγμένο κεφάλι και ένας με ελαφρά τραύματα στο  χέρι. Έλεγαν οι δάσκαλοι: "Όταν μια κοινωνία κακοποιεί τους δασκάλους της βρίσκεται στο κατώτερο σκαλοπάτι που μπορεί να φτάσει"
  4. Με ποια λογική οι αστυνομικοί έριξαν χημικά και χτύπησαν ανθρώπους μέσα σε μανάβικα και σουβλατζίδικα στο Μοναστηράκι και στην Πλάκα, προκαλώντας τρόμο σε πελάτες και τουρίστες;
  5. Και τέλος κάτι προσωπικό για τον κ. Παπουτσή: Γιατί με χτυπήσατε; Όχι εσείς δηλαδή, ένας από τους άνδρες της αστυνομίας σας. Επειδή όμως εγώ  δεν γνωρίζω τον "ανώνυμο" ΜΑΤατζή και γνωρίζω εσάς, θα ήθελα πραγματικά μια απάντηση. Η κατάσταση ήταν σχετικά ήρεμη εκείνη την ώρα και γω τραβούσα με την κάμερα μια διμοιρία των ΜΑΤ που ανέβαινε προς την Βουλή, όταν ένας ξέκοψε από την διμοιρία του, ήρθε προς το μέρος μου και στάθηκε μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Σταμάτησα να τραβάω και κατέβασα την κάμερα. Με κοιτούσε μες στα μάτια. Του είπα τι θέλει και ως απάντηση εισέπραξα μια, για να θυμάμαι τη μέρα. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: "Τον Αυγερόπουλο χτυπάς ρε". Δεν αντέδρασα καθόλου και εκείνος απομακρύνθηκε. Αν είχα αντιδράσει ίσως να τα λέγαμε στο τμήμα όπου θα μου ζητάγατε συγνώμη για την... "παρεξήγηση". Παρεπιπτόντως: Στην Οαχάκα, όταν με είχαν στριμώξει μαζί με τον κάμεραμάν μου οι Μεξικανοί αστυνομικοί,  που όπως είπαμε θεωρούνται άγριοι, ανεκπαίδευτοι και διεφθαρμένοι, τους φώναξα "Δημοσιογράφος" και δεν με πείραξαν. Στη χώρα μου τις έφαγα για πρώτη φορά.